καλολογικός

καλολογικός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καλολογία: Βρήκαμε όλα τα καλολογικά στοιχεία του ποιήματος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καλολογικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καλολογία, στην αισθητική τού λόγου («καλολογικά στοιχεία τού λογοτεχνήματος») 2. κομψός, γλαφυρός από φραστική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλολογῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1850 στον Π. Βράιλα Αρμένη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”